σερασκέρης

σερασκέρης
Αρχικά, ο διοικητής μεγάλης τουρκικής στρατιωτικής μονάδας και από τον 19o αι. ο υπουργός των Στρατιωτικών. Επίσης, από τα τέλη του 16ου αι., όταν οι Τούρκοι σουλτάνοι έπαψαν να διοικούν προσωπικά τον στρατό, τον τίτλο του σ. είχαν οι αναπληρωτές του μεγάλου βεζίρη, που διοικούσαν στρατιωτικές μονάδες. Ο τίτλος καταργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο όρος σ. προέρχεται από το τουρκικό σαρασκέρ.
* * *
ο, Ν
(στην Οθωμανική Αυτοκρατορία)
1. αξιωματούχος με τον τίτλο τού βεζίρη
2. στρατιωτικός διοικητής («σερασκέρης τής Ρούμελης»)
3. πασάς που αναλάμβανε την αρχιστρατηγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. serasker «στρατιωτικός διοικητής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σερασκέρης — ο (λ. τουρκ.), Τούρκος αρχηγός στρατού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) …   Dictionary of Greek

  • σερασκεράτο — το, Ν [σερασκέρης] η έδρα, το στρατηγείο τού σερασκέρη …   Dictionary of Greek

  • Αλή μπέης — Όνομα διαφόρων Τούρκων αξιωματούχων που είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με την ιστορία του Ελληνισμού. 1. Ναύαρχος (17oς αι.). Πήρε μέρος στον 25ετή πόλεμο (1644 69) ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς για την κατοχή της Κρήτης. Οι Βενετοί, για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”