- σερασκέρης
- Αρχικά, ο διοικητής μεγάλης τουρκικής στρατιωτικής μονάδας και από τον 19o αι. ο υπουργός των Στρατιωτικών. Επίσης, από τα τέλη του 16ου αι., όταν οι Τούρκοι σουλτάνοι έπαψαν να διοικούν προσωπικά τον στρατό, τον τίτλο του σ. είχαν οι αναπληρωτές του μεγάλου βεζίρη, που διοικούσαν στρατιωτικές μονάδες. Ο τίτλος καταργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο όρος σ. προέρχεται από το τουρκικό σαρασκέρ.
* * *ο, Ν(στην Οθωμανική Αυτοκρατορία)1. αξιωματούχος με τον τίτλο τού βεζίρη2. στρατιωτικός διοικητής («σερασκέρης τής Ρούμελης»)3. πασάς που αναλάμβανε την αρχιστρατηγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. serasker «στρατιωτικός διοικητής»].
Dictionary of Greek. 2013.